- ποθήσιμος
- ποθ-ήσιμος, ον,A mourned by, πάσαισι γυναιξί prob. in IPE12.527 (Cherson., i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποθήσιμος — ον, Α ποθητός, αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. ωφελ ήσιμος)] … Dictionary of Greek